- πυροσιτόχροος
- πῡροσῑτόχροος, ον,A wheat-coloured, Sammelb.7365.110 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυροσιτόχρους — ουν, και πυροσιτόχροος, οον, Α αυτός που έχει το χρώμα τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + σιτόχρους «αυτός που έχει το χρώμα τού σίτου»] … Dictionary of Greek